Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Εδώ Ξεφτιλούπολη : ένα παραμύθι για τον φραπέ, τις εκλογές και την διαφθορά

Μιά φορά και έναν καιρό ήτανε η Ξεφτιλούπολη, μιά μικρή μικρή πολιτεία βόρεια της Αφρικούπολης , μακριά απο τον πολιτισμένο κόσμο. Τα πολύ παλιά χρόνια οι κάτοικοί της ήτανε καποια συμπαθητικά τοσοδούλικα άσπρα ανθρωπάκια που ζούσαν με περισσή χαρά και αξιοπρέπεια . Μία μέρα όμως ο κακός ο μάγος τους έφτιαξε ένα καφέ υγρό και απο τότε κάθε φορά που το πίνανε νόμιζαν οτι ξέρουν τα πάντα.

Αυτοί λοιπόν ολημερής και ολοβραδίς βρίζανε τον Βασιλιά Φαταούλα που φυλούσε για τον εαυτό του το εκλεκτότερο ψωμί, κοιμόταν όποτε ήθελε με τις ομορφότερες γυναίκες τους και έβαζε τα αμούστακα παιδιά τους να του καθαρίζουν το σπίτι (μιά που η απο την Ουκρανούπολη γυναίκα του, η Femme Fataoul, όλη μέρα έβαφε τα νύχια της και καλλώπιζε την εμφάνισή της). Ο Βασιλιάς κάθε τρία χρόνια τους έδινε το δικαίωμα να τον λιθοβολήσουν και να τον σκοτώσουν αλλά παράλληλα τους έλεγε οτι αν σκοτώνόταν θα χάνανε και την συνταγή για το θαυοματουργό καφέ υγρό, μιά συνταγή που μόνο αυτός ήξερε. Οι κάτοικοι της Ξεφτιλούπολης λοιπόν πήγαιναν πάντα στον λιθοβολισμό αλλα δεν τολμούσανε ποτέ να πειράξουν τον Βασιλιά. Κάποιοι απο αυτούς μάλιστα δεν πηγαίνανε καν στον λιθοβολισμό και πίνανε διπλή δόση απο το μαγικό καφέ υγρό ωστε να νομίζουν οτι ξέρουν τον λόγο που δεν πάνε.. Αυτοί οι τελευταίοι μάλιστα μες στην μέθη τους πότε-πότε ισχυρίζονταν οτι αν κάποτε όλοι οι κάτοικοι της Ξεφτιλούπολης δεν πήγαιναν στον λιθοβολισμό, ο Βασιλιάς Φαταούλας θα βαριόταν κάποια στιγμή και θα τα παράταγε.

Μιά μέρα ήλθε απεσταλμένος στον Βασιλιά με κακά μαντάτα... Του έλεγε οτι οι τριγύρω πολιτείες είχανε νευριάσει με τον Βασιλιά γιατί η βρωμιά απο την Ξεφτιλούπολη είχε φτάσει μέχρι τις δικές τους αυλές. Οι κάτοικοί των γύρω πολιτειών φορούσανε μανταλάκια στις μύτες και αν συνεχιζότανε αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να προμηθευτούν τα νέα μαγικά αρώματα που είχανε μόλις κυκλοφορήσει απο την Γαλλούπολη και έιχανε την ικανότητα να καλύπτουνε όλες τις μυρωδιές, ήτανε όμως πανάκριβα. Ο Φαταούλας αμέσως σκέφτηκε οτι όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν έκανε σωστά την δουλειά του στην πολιτεία του: ο ίδιος ζούσε ανέμελα σαν τους ξακουστούς σείχηδες της Αραβούπολης και οι οι πολίτες της Ξεφτιλούπολης δεν καθάριζαν ποτέ τα σπίτια τους γιατί έπιναν απο το μαγικό καφέ υγρό και αποκαμωμένοι παραδίδονταν στην αγκαλιά του Ορφέα. Αποφασισμένος λοιπόν να πάρει την κατάσταση στα χέρια του ο Φαταούλας τους διέταξε να καθαρίζουν 3 φορές την ημέρα τα σπίτια τους λέγοντας οτι τους παραβάτες περίμεναν μεγάλα βασαντιστήρια. Μάλιστα, μιά μέρα που είχε πιεί διπλή δόση απο το καφέ υγρό, απαγόρεψε στους κατοίκους ακόμη και να καπνίζουνε, κάτι που ήδη κάνανε εδώ και χρόνια οι πεντακάθαρες διπλανές πολιτείες. Ο Βασιλιάς φαινότανε αποφασισμένος αλλά οι κάτοικοι ξέρανε καλά τον ράθυμο χαρακτήρα του και συνεχίζανε να καπνίζουν όποτε θέλουν. Κανείς δεν πίστευε οτι ο Βασιλιάς θα παρατούσε τους χορούς απο το χαρέμια, τα ροδοκόκκινα μήλα που τον ζαλίζανε ευχάριστα και τις ακριβές καμήλες με τις οποίες έκανε αμέτρητες βόλτες, για να τρέχει απο πίσω τους και να τους σβήνει τα τσιγάρα. Μιά μέρα λοιπόν και ενώ όλοι οι κατοικοι σφουγγάριζανε τις αυλές τους και ξεσκονίζανε τα χαλιά τους για τρίτη φορά απο το πρωί, μαθεύτηκε οτι ο βασιλιάς είχε εκμυστηρευθεί στο πρωτοπαλίκαρό του στρατηγό Πολεμαρχίδη οτι επρόκειτο να πάρει πίσω την απαγόρευση για το τσιγάρο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν αμέσως οτι ο Βασιλιάς δεν είχε αλλάξει, δεν είχε νευριάσει πραγματικά και οι διαταγές του περί συχνού καθαρισμού των σπιτιών τους είχανε μάλλον αποφασιστεί πάνω σε κάποιο μεθύσι του. Αν δεν τους απαγόρευε να καπνίζουν , γιατί να τους απαγόρευε να είναι βρώμικοι; Ο φαταούλας είχε αποδείξει οτι η οκνηρία του ήταν μεγαλύτερη απο την θέλησή του και η Ξεφτιλούπολη στα χρόνια που ακολούθησανε ήτανε πιό βρώμικη απο ποτέ. Οι πολίτες συνέχιζαν να αρνούνται να λιθοβολήσουν τον Βασιλιά τους και ο Βασιλιάς συνέχιζε να περνάει φιλήδονα βράδια με καλλονές απο τα γύρω βασίλεια.

Ωσπου μιά μέρα, και ενώ η Ξεφτιλούπολη ανέδυε ένα μεθυστικό άρωμα περιττωμάτων, σάπιων σκύλων και μουχλιασμένων φαγητών, η βρώμα βρήκε τρόπο και πέρασε στα πηγάδια που προμηθεύανε την πόλη με πόσιμο νερό. Όταν ένα πρωί οι κάτοικοι ήπιανε το καφέ υγρό, του οποίου η συνταγή περιείχε και νερό απο το πηγάδι, παρατηρήσανε οτι η γεύση του ήταν διαφορετική απο τις άλλες φορές. Είχε γίνει ανεξήγητα πικρή αλλά τους έκανε να νιώθουν πιο παντογνώστες απο ποτέ. Όταν λοιπόν ένα πρωινό έφτασε η ώρα του λιθοβολισμού, ο Βασιλιάς φρόντισε (όπως έκανε πάντα τέτοια περίοδο) να υπάρχει άφθονο καφέ μαγικό υγρό στους πολίτες και να είναι ντυμένος φτωχικά ωστε να τον συμπονέσουν όλοι και να μην τον λιθοβολήσει κανείς. Τον περίμενε όμως μία δυσάρεστη έκπληξη... Το μέρος που είχε οριστεί ο λιθοβολισμός έσφιζε απο κόσμο και ένα μανιασμένο πλήθος φώναζε δυνατά συνθήματα εναντίον του ('' Φαταούλα Φαταούλα, φέρε πίσω τα χρυσά μας τα μπαούλα'').Τρομαγμένος ο Βασιλιάς έστειλε αμέσως απεσταλμένους να τους προειδοπιήσει οτι αν τον σκοτώνανε θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο το μυστικό της συνταγής του καφέ υγρού. Αυτοί όμως ήτανε ανένδοτοι, δεν θα αφήνανε με τίποτα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Και έτσι και έγινε, το πλήθος αφηνιασμένο σκότωσε τον Βασιλιά του οποίου το κακάσχημο πρόσωπο δεν θα ξαναντίκρυζε ποτέ τον κόσμο. Τον κηδέψανε δε, σαν έναν φτωχό ζητιάνο χωρίς καμία μπάντα να παίζει πένθιμα εμβατήρια, χωρίς καμία σημαία να τον σκεπάζει... Και αν εσείς νομίζετε οτι οι κάτοικοι έιχανε βάλει μυαλό και δεν τους ένοιαζε πια το καφέ υγρό και η συνταγή του, ένα έχω να σας πω(μου το εκμυστηρεύθηκε ένας απο τους πρωτοστάτες του λιθοβολισμού, πολίτης 3ης τάξης της Ξεφτιλούπολης): οι κάτοικοι τον είχανε σκοτώσει γιατί το μολυσμένο μαγικό καφέ υγρό τους είχε κάνει να νιώθουν τόσο‘‘παντογνώστες’’ ωστε να νομίζουν οτι ξερουν και την ίδια την συνταγή του. Ο Φαταούλας τους ήτανε άχρηστος πιά..

Δίδαγμα;

Όταν η βρωμιά και η ξεφτίλα έμποτίσει τον λαό μέχρι το μεδούλι ο λαός θα επιχειρήσει μιά αλλαγή. Όχι επειδή θα κατανοήσει πραγματικά το λάθος του αλλά επειδή θα θέλει ακόμη περισσότερη βρωμιά.